Είναι αληθινά βασανιστικό να στριφογυρίζεις στο κρεβάτι και να μη σε παίρνει ο ύπνος. Έχω μετρήσει κατά καιρούς αμέτρητα πρόβατα, έχω καταναλώσει τεράστιες ποσότητες γάλακτος στην ιδανική θερμοκρασία των 37,5 βαθμών Κελσίου, έχω μουλιάσει μέσα στην μπανιέρα, έχω πάει πριν γυμναστήριο, έχω κάνει έρωτα, μια φορά φύτεψα και ραπανάκια..αλλά τζίφος. Αν μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα δεν με έχει πάρει ο ύπνος, δεν έχει νόημα να προσπαθώ άλλο-χαζεύω το ξημέρωμα από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Είπα λοιπόν χθες το βράδυ να κάνω κάτι διαφορετικό. Μόλις η ώρα πήγε δύο, σηκώθηκα από το κρεβάτι, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου, φόρεσα το αγαπημένο μου φόρεμα, έβαλα ένα πράσινο μολύβι στα μάτια, λίγο λιπ-γκλος γιατί έξω είχε αέρα και ο αέρας ως γνωστόν ξηραίνει τα χείλη, πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου, έβαλα μπροστά και ξεκίνησα.
Χωρίς προαποφασισμένο προορισμό, κατευθύνθηκα προς το κέντρο. Άφησα το αυτοκινητο κάπου στο Μοναστηράκι, χώθηκα μέσα στα στενά και άρχισα να ανηφορίζω προς την Πλάκα. Η αλήθεια είναι πως η διαδρομή αυτή είναι η αγαπημένη μου και την κάνω συχνά- την ημέρα όμως. Μου αρέσει η κίνηση, η πολυκοσμία, τα παλιά νεοκλασικά, τα μαγαζιά με τα σουβενίρ, οι ορδές των βαρβάρων που ανηφορίζουν στην Αδριανού με τους χάρτες στο χέρι, η μυρωδιά από σουβλάκι που ανακατεύεται με εκείνη από τα τηγανητά καλαμαράκια, όλα εκείνα τα πράγματα που σου δίνουν την αίσθηση ότι είσαι κάπου αλλού και κάνεις διακοπές. Τώρα βέβαια μια άσχετη καθημερινή χειμωνιάτικη νύχτα, τι περίμενα κι εγώ να βρω από όλα αυτά; Τα μαγαζιά ήταν κλειστά - ακόμα και τα μπαρ- και κόσμος δεν υπήρχε πουθενά. Μόνο ένας αργοπορημένος μόνιμος κάτοικος της περιοχής που επέστρεφε - κάπως αργά είναι η αλήθεια- σπίτι του, ένας μεθυσμένος που μάλλον είχε χάσει το δρόμο του και δύο άστεγοι. Τα παλιά νεοκλασικά ήταν στην θέση τους αλλά θεοσκότεινα.
Κάποια στιγμή έστριψα δεξιά και άρχισα να ανηφορίζω προς τα Αναφιώτικα. Ακολούθησα ένα φρεσκοασπρισμένο στενό μονοπάτι και έφθσα ψηλά, λίγο πιο πάνω από τα τελευταία σπίτια, στους πρόποδες του ιερού βράχου της Ακρόπολης, που έστεκε πίσω μου λουσμένη στο φως. Μπροστά μου απλωνόταν η φωτισμένη πόλη. Κάθισα στο τελευταίο σκαλοπάτι του μονοπατιού να απολαύσω τη θέα και ακούμπησα την πλάτη μου στην άκρη μιας μάντρας. Πραγματικά η θέα της πόλης από ψηλά σου έκοβε την ανάσα. Άρχισα να παρατηρώ τα φώτα και τις σιλουέτες των κτιρίων που δημιουργούσαν κάπου-κάπου περίεργες συμμετρίες. Έκλεισα τα μάτια και έκανα φορμάτ στον σκληρό μου δίσκο. Μπορεί και να με είχε πάρει ο ύπνος, όταν ένιωσα κάτι μαλλιαρό να τρίβεται στα πόδια μου. Μια καλοαναθρεμμένη ολοστρόμπουλη γατούλα με λευκό τρίχωμα, σπινθηροβόλα μάτια και με προβλήματα αυπνίας, έψαχνε νυχτάτικα για παρέα. Έγλειψε τις μπότες μου και άρχισε να νιαουρίζει ζητιανεύοντας λίγα χάδια. Έσκυψα, την πήρα αγκαλιά και της ψιθύρισα στο αυτί:
" Σσσσστ... γατούλα, η πόλη κοιμάται"!
1 σχόλιο:
ΔΕν ξέρω που να πρωτοαποδώσω τα εύσημα. Στον φωτογράφο ή στην συγγραφέα? ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ και στους δυο λοιπόν, για να μην αδικήσω κανένα..Βορριάς του Αιγαίου !
Δημοσίευση σχολίου