Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Μια χούφτα κεράσια

Άνοιξε το ψυγείο και κοίταξε μέσα. Έβαλε το χέρι της στο τρίτο ράφι από πάνω, έπιασε ένα βαθύ μπωλ και κοίταξε μέσα. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε. Κάποιος έφαγε τα περισσότερα κεράσια. Τα πήρε στα χέρια της και τα μέτρησε. ….τρία, τέσσερα, πέντε. Ήταν τουλάχιστον δώδεκα χθες το βράδυ. Το θυμόταν καθαρά. 
Είχε αργήσει να πάει για ύπνο - διάβαζε φυσική μέχρι αργά, ένα μάθημα που το σιχαινόταν- και λίγο πριν την πάρει ο ύπνος πάνω στο βιβλίο, κατέβηκε στην κουζίνα να βάλει κάτι στο στόμα της να ξυπνήσει. Και τι πιο δροσερό από μια χούφτα ώριμα, κατακόκκινα κεράσια! Άρπαξε πεντέξι και τα έχωσε λαίμαργα στο στόμα της -παραλίγο να καταπιεί και ένα κουκούτσι- ένιωσε τη δροσιά τους στον ουρανίσκο της και τις αισθήσεις τις να παίρνουν και πάλι μπρός. Ανήσυχη, κοίταξε το μπωλ και μέτρησε τα υπόλοιπα κεράσια- έπρεπε οπωσδήποτε να περισσέψουν μερικά και για την επόμενη δύσκολη μέρα. Τα μέτρησε φευγαλέα - έφτασε μέχρι το δώδεκα και σταμάτησε. Ήταν αρκετά.
 Και τώρα μια μέρα μετά, είχε ακουμπήσει το μπωλ πάνω στον πάγκο της κουζίνας και αναρωτιόταν τι μπορούσε να είχε συμβεί. Ήταν προφανές τι είχε συμβεί. Κάποιος άλλος είχε φάε τα κεράσια. Δεν ήθελε να κάνει φασαρία. Θα τις έλεγαν πάλι ότι κάνει σαν παιδί στην ηλικία της. Αμάν πια με την ηλικία της ! Στην πρώτη Γυμνασίου πήγαινε όχι και στο Πανεπιστήμιο! Αυτοί οι γονείς της είχαν κόλλημα με την ηλικία της. Ακόμα και όταν ήταν πιο μικρή τα ίδια έκαναν πάλι. Δεν μπορούσε ποτέ να ξεχάσει ότι μόλις άρχισε να πηγαίνει σχολείο σταμάτησαν να τις παίρνουν δώρα στις γιορτές –ούτε καν τα Χριστούγεννα ή στα γενέθλιά της. Τώρα μεγάλωσες τις είπαν - τι να τα κάνεις τα δώρα; Θα σου φέρουν δώρα η νονά σου, οι θείοι σου, οι φίλες σου… εμείς τόσα πράγματα σου παίρνουμε καθημερινά. Τελοσπάντων, οι σκέψεις αυτές δεν οδηγούσαν τη συγκεκριμένη στιγμή πουθενά και δεν τη βοηθούσαν με το πρόβλημά της.
Τα είχε ανάγκη αυτά τα κεράσια. Είχε ανάγκη τη δροσιά τους και τη λήθη που η δροσιά αυτή προσφέρει. Η μέρα ήταν δύσκολη και στο σχολείο και στο σπίτι. Είχε κιόλας σουρουπώσει και δεν είχε ακόμα ανοίξει την τσάντα της να βγάλει έξω τα βιβλία της. Έπρεπε οπωσδήποτε να διαβάσει για την επόμενη μέρα. Είχαν διαγώνισμα στη Γεωγραφία, επαναληπτικό για τα βουνά, τα ποτάμια και τις λίμνες της Ασίας και δυστυχώς αυτά ήταν πολλά και με δύσκολα ονόματα. Δεν πειράζει όμως, καλύτερα, σκέφτηκε. Θα είχε με κάτι να απασχολήσει το μυαλό της που ακόμα βούλιαζαν βαρκούλες στα τρικυμισμένα νερά του. Γι’ αυτό είχε ανάγκη και τα κεράσια! Λίγα κεράσια δεν θα κόπαζαν βέβαια την τρικυμία αλλά οπωσδήποτε θα έσωζαν τις βαρκούλες.
Το λάθος βέβαια ήταν και αυτή τη φορά δικό της. Τα λάθη ήταν πάντα δικά της. Αυτό το είχε πια εμπεδώσει. Το λάθος ήταν δικό της που οι γονείς της τσακώνονταν καθημερινώς. Αν δεν είχε πάρει προχθές Α; στο διαγώνισμα της Χημείας δεν θα τσακώνονταν. Αν έβαζε τα ρούχα της και τα παιχνίδια της στη θέση τους πάλι δεν θα τσακώνονταν. Αν έτρωγε όλα της τα φασόλια όλα θα ήταν μέλι-γάλα. Το μεσημέρι που γύρισε από το σχολείο δεν είχε όρεξη να φάει καθόλου. Το στομάχι της είχε δεθεί κόμπο. Επί μία ώρα λιβάνιζε τα ρημαδοφάσολα τα οποία κόντευαν να βγάλουν ρίζες στο πιάτο της. Κάποια στιγμή εν μέσω γκρίνιας και τσακωμών που ξεκίνησαν για το πόσο παραπάνω αλάτι είχαν τα φασόλια και κατέληξαν στο “έχε χάρη που είναι το παιδί στη μέση αλλιώς….”, τίναξε το πιάτο της στον αέρα, τα φασόλια εξφενδονίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις, ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Ευτυχώς που το καινούργιο σπίτι τους ήταν σε πολλά επίπεδα και μπορούσε να απομονωθεί εύκολα.
Έφερε στο μυαλό της όλα όσα είχαν συμβεί το πρωί στο σχολείο στο μάθημα της γυμναστικής και τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν. Αμάν πια αυτή η Μαρία! Δεν μπορούσε να την ικανοποιήσει με τίποτα. Η Μαρία ήταν ένα όμορφο ψηλό και μελαχροινό κορίτσι, συμμαθήτριά τους από φέτος –αλλά οι φήμες έλεγαν ότι ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη γιατί στο σχολείο που ήταν την περσινή χρονιά είχε μείνει στην τελευταία τάξη του δημοτικού. Η Μαρία μπορεί να ήταν η χειρότερη μαθήτρια στην τάξη αλλά ήταν η καλύτερη στο μάθημα της γυμναστικής. Έπαιζε μπάσκετ σε κανονική ομάδα και ήταν αρχηγός της ομάδας μπάσκετ της τάξης τους. Η Μαρία ήθελε η ομάδα τους πάντα να κερδίζει και πραγματικά με τη Μαρία αρχηγό οι νίκες έρχονταν η μια μετά την άλλη. 
Ξαφνικά όμως μια μέρα η Μαρία πάτησε μια μπανανόφλουδα που ένας απρόσεκτος συμμαθητής τους είχε πετάξει στις σκάλες και έσπασε το πόδι της. «Ξέχασε το μπάσκετ για φέτος», της είπε ο γιατρός. Η Μαρία όμως πείσμωσε και δήλωσε ότι η ομάδα της, έστω και χωρίς αυτήν, θα συνέχιζε τις νίκες. Έπρεπε να βρει μια άλλη παίκτρια να πάρει τη θέση της και διάλεξε εκείνη. Κολακεύτηκε βέβαια στην αρχή αλλά μετά τα βρήκε σκούρα. Δεν είχε ποτέ μέχρι τότε παίξει επιθετικά, συνήθως περιοριζόταν στην άμυνα και μάζευε και κανένα ριμπάουντ. Είχε βέβαια καλό σουτ αλλά μόνο από στημένες φάσεις. Η Μαρία καταλάβαινε ότι είχε δυνατότητες για περισσότερα πράγματα και προσπαθούσε να την πείσει για αυτό πότε με το καλό και πότε με το άγριο. Στην προπόνηση της έβγαζε το λάδι και την ώρα του αγώνα φώναζε, φώναζε συνέχεια «σούταρε μη φοβάσαι» μέχρι που τελικά μπλόκαρε από τις φωνές της και άφηνε να τις πάρουν την μπάλα μέσα από τα χέρια της. Εκτιμούσε την προσπάθεια της Μαρίας και από τη μια χαιρόταν που είχε αρχίσει να βελτιώνεται, από την άλλη όμως, όταν τα πράγματα δεν είχαν θετική έκβαση για την ομάδα, της έβαζε τις φωνές λες και το λάθος ήταν αποκλειστικά δικό της. 
Εκείνο το πρωί το κακό παραέγινε. Έπαιζαν αγώνα με τα κορίτσια της Γ΄ τάξης, που ήταν τα περισσότερα πιο δυνατά και πιο ψηλά από αυτές. Ήταν στο τελευταίο λεπτό του αγώνα, έχαναν με μόνο ένα καλάθι διαφορά και η μπάλα ήρθε στα χέρια της. Βρέθηκε αμαρκάριστη κάτω από το καλάθι και την ώρα που σημάδευε άκουσε τη φωνή της Μαρίας: « Έλα μη φοβηθείς πάλι, βάλτο το ρημάδι». Θα το έβαζε το «ρημάδι» αλλά άκουσε τη φωνή της και μπλόκαρε για άλλη μια φορά. Έχασαν, και η Μαρία για όλη την υπόλοιπη μέρα δεν της ξαναμίλησε, μόνο που αυτή τη φορά μουρμούραγε: «δεν φταίει κανένας άλλος εγώ φταίω που πήγα και έσπασα το πόδι μου. Αν εγώ μπορούσα να παίξω δεν θα συνέβαινε τώρα αυτό». 
Η Μαρία τώρα δεν της μιλάει και της δήλωσε ότι δεν θέλει ούτε εκείνη να της ξαναμιλήσει. Στεναχωρήθηκε για τον εαυτό της που δεν φάνηκε αρκετά χαλαρή την κρίσιμη στιγμή, στεναχωρήθηκε και για τη Μαρία που εξαιτίας του τραυματισμού της δεν μπορούσε να παίξει αλλά κυρίως που εξαιτίας του γεγονότος αυτού είχε θολώσει το μυαλό της και δεν μπορούσε να χαρεί ούτε το παιχνίδι ούτε τη φιλία τους. Αν η Μαρία δεν θελήσει να της ξαναμιλήσει δεν θα προσπαθήσει να την κάνει να αλλάξει γνώμη. «Ο χρόνος περνάει και γιατρεύει τις πληγές» έλεγε η γιαγιά της. Και ο χρόνος που περνάει θα γιατρέψει και το πόδι της Μαρίας. Και τότε μπορεί και να ξαναμιλήσουν
Ένα κεράσι είχε μοναχά απομείνει. Το έβαλε στο στόμα της, έκλεισε τα μάτια και τα αυτιά της και ευχήθηκε να περάσει ο καιρός γρήγορα, να μεγαλώσει και να πάει στο πανεπιστήμιο. Και τότε θα ήξερε τι έπρεπε να κάνει!

ΤΕΛΟΣ Α ΜΕΡΟΥΣ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Νομίζω ότι μόλις βγουν τα πρώτα κεράσια την Άνοιξη θα κάνεις τον κόπο να βγάλεις μια σχετική φωτογραφιούλα- ή μάλλον όχι τα πρώτα κεράσια - θα πρέπει να περάσει καιρός ώστε να έχουν ωριμάσει και να δείχουν κατακόκκινα.