Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Η θάλασσα



Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
μπαίνεις καὶ δὲν ξέρεις ἂν θὰ βγεῖς.
Πόσοι δὲν ἔφαγαν τὰ νιάτα τους –
μοιραῖες βουτιές, θανατερὲς καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια ἀθέατα,
ρουφῆχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Ἀλίμονο ἂν κόψουμε τὰ μπάνια
Μόνο καὶ μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Ἀλίμονο ἂν προδώσουμε τὴ θάλασσα
Γιατὶ ἔχει τρόπους νὰ μᾶς καταπίνει.
Ἡ θάλασσα εἶναι σὰν τὸν ἔρωτα:
χίλιοι τὴ χαίρονται – ἕνας τὴν πληρώνει.

(1962)
Ντίνος Χριστιανόπουλος

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

Σσσσστ... η πόλη κοιμάται!

Είναι αληθινά βασανιστικό να στριφογυρίζεις στο κρεβάτι και να μη σε παίρνει ο ύπνος. Έχω μετρήσει κατά καιρούς αμέτρητα πρόβατα, έχω καταναλώσει τεράστιες ποσότητες γάλακτος στην ιδανική θερμοκρασία των 37,5 βαθμών Κελσίου, έχω μουλιάσει μέσα στην μπανιέρα, έχω πάει πριν γυμναστήριο, έχω κάνει έρωτα, μια φορά φύτεψα και ραπανάκια..αλλά τζίφος. Αν μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα δεν με έχει πάρει ο ύπνος, δεν έχει νόημα να προσπαθώ άλλο-χαζεύω το ξημέρωμα από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας. Είπα λοιπόν χθες το βράδυ να κάνω κάτι διαφορετικό. Μόλις η ώρα πήγε δύο, σηκώθηκα από το κρεβάτι, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου, φόρεσα το αγαπημένο μου φόρεμα, έβαλα ένα πράσινο μολύβι στα μάτια, λίγο λιπ-γκλος γιατί έξω είχε αέρα και ο αέρας ως γνωστόν ξηραίνει τα χείλη, πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου, έβαλα μπροστά και ξεκίνησα. 
Χωρίς προαποφασισμένο προορισμό, κατευθύνθηκα προς το κέντρο. Άφησα το αυτοκινητο κάπου στο Μοναστηράκι, χώθηκα μέσα στα στενά και άρχισα να ανηφορίζω προς την Πλάκα. Η αλήθεια είναι πως η διαδρομή αυτή είναι η αγαπημένη μου και την κάνω συχνά- την ημέρα όμως. Μου αρέσει η κίνηση, η πολυκοσμία, τα παλιά νεοκλασικά, τα μαγαζιά με τα σουβενίρ, οι ορδές των βαρβάρων που ανηφορίζουν στην Αδριανού με τους χάρτες στο χέρι, η μυρωδιά από σουβλάκι που ανακατεύεται με εκείνη από τα τηγανητά καλαμαράκια, όλα εκείνα τα πράγματα που σου δίνουν την αίσθηση ότι είσαι κάπου αλλού και κάνεις διακοπές. Τώρα βέβαια μια άσχετη καθημερινή χειμωνιάτικη νύχτα, τι περίμενα κι εγώ να βρω από όλα αυτά; Τα μαγαζιά ήταν κλειστά - ακόμα και τα μπαρ- και κόσμος δεν υπήρχε πουθενά. Μόνο ένας αργοπορημένος μόνιμος κάτοικος της περιοχής που επέστρεφε - κάπως αργά είναι η αλήθεια- σπίτι του, ένας μεθυσμένος που μάλλον είχε χάσει το δρόμο του και δύο άστεγοι. Τα παλιά νεοκλασικά ήταν στην θέση τους αλλά θεοσκότεινα. 
Κάποια στιγμή έστριψα δεξιά και άρχισα να ανηφορίζω προς τα Αναφιώτικα. Ακολούθησα ένα φρεσκοασπρισμένο στενό μονοπάτι και έφθσα ψηλά, λίγο πιο πάνω από τα τελευταία σπίτια, στους πρόποδες του ιερού βράχου της Ακρόπολης, που έστεκε πίσω μου λουσμένη στο φως. Μπροστά μου απλωνόταν η φωτισμένη πόλη. Κάθισα στο τελευταίο σκαλοπάτι του μονοπατιού να απολαύσω τη θέα και ακούμπησα την πλάτη μου στην άκρη μιας μάντρας. Πραγματικά η θέα της πόλης από ψηλά σου έκοβε την ανάσα. Άρχισα να παρατηρώ τα φώτα και τις σιλουέτες των κτιρίων που δημιουργούσαν κάπου-κάπου περίεργες συμμετρίες. Έκλεισα τα μάτια και έκανα φορμάτ στον σκληρό μου δίσκο. Μπορεί και να με είχε πάρει ο ύπνος, όταν ένιωσα κάτι μαλλιαρό να τρίβεται στα πόδια μου. Μια καλοαναθρεμμένη ολοστρόμπουλη γατούλα με λευκό τρίχωμα, σπινθηροβόλα μάτια και με προβλήματα αυπνίας, έψαχνε νυχτάτικα για παρέα. Έγλειψε τις μπότες μου και άρχισε να νιαουρίζει ζητιανεύοντας λίγα χάδια. Έσκυψα, την πήρα αγκαλιά και της ψιθύρισα στο αυτί:

" Σσσσστ... γατούλα, η πόλη κοιμάται"!  

Στο ίδιο έργο θεατές


Επιτέλους το πλοίο έκοψε ταχύτητα και άρχισε να προσεγγίζει στο λιμάνι του Πειραιά. Ήθελε τόσο πολύ να γυρίσει στην Αθήνα. Τρία χρόνια μακριά από την πόλη που γεννήθηκε και μεγάλωσε είναι πολλά. Όταν έφτασε στα χέρια της το χαρτί με το διορισμό της στο ακριτικό νησί των Λειψών, το θεώρησε δώρο θεού. Ήταν η ευκαιρία της να φύγει μακριά, να ξεχάσει και να ξεχαστεί. Μέγα λάθος. Οι αναμνήσεις δεν σβήνονται-μόνο ξεθωριάζουν και σε ακολουθούν παντού. Της το είπε άλλωστε όταν την άφησε με το αυτοκίνητό του στον Πειραιά "....νομίζεις ότι αν φύγεις μακριά θα αλλάξεις κάτι; Θα συνεχίζεις να παίζεις τον ίδιο ρόλο που κάποιοι άλλοι έχουν ήδη επιλέξει για σένα. Σταμάτα να ακολουθείς τις οδηγίες των άλλων και γίνε εσύ ο σκηνοθέτης της δικής σου παράστασης". Αν και δύσκολο να το παραδεχθεί μάλλον είχε δίκιο τελικά. Έπρεπε να το είχε παλαίψει, να είχε κάνει κάτι- οτιδήποτε. Τα φώτα του λιμανιού άρχισαν να γίνονται εντονότερα και η καρδιά της να χτυπάει πιο δυνατά. Θα τα καταφέρει αυτή τη φορά ή θα μείνει θεατής στο ίδιο έργο; 

Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2008

Σε πρώτο ενικό


Δεν έχω άλλη φορά δοκιμάσει να γράψω σε πρώτο ενικό πρόσωπο. Μου θυμίζει ημερολόγιο το στυλάκι αυτό και σιχαίνομαι τα ημερολόγια. Όταν ήμουν μικρή πολλές φίλες μου κρατούσαν ημερολόγιο. Μερικές κρατούσαν και όταν μεγάλωσαν. Μία από αυτές ήταν τόσο έξυπνη που έγραψε κάποτε πόσο ωραία είχε περάσει ένα βράδυ με τον φίλο της τον Γιώργο. Μόνο που τυχαία ένα άλλο βράδυ, λίγο πιο μετά από «εκείνο» το βράδυ, διάβασε το ημερολόγιο ο φίλος της ο Τάκης με τον οποίο είχε δεσμό τα τελευταία δύο χρόνια και ο τύπος την «έκανε» επιτόπου. Η φίλη μου από την στεναχώρια της – διότι για αυτήν ο Τάκης ήταν ο μεγάλος της έρωτας- δήλωσε το μοιραίο εκείνο βράδυ, ότι τον επόμενο άντρα που θα γνώριζε θα τον παντρευόταν για να κάνει οικογένεια και να ξεμπερδεύει, αφού ούτως ή άλλως ήταν σίγουρη ότι δεν επρόκειτο να ερωτευτεί ξανά.  
Και πράγματι μετά από ένα χρόνο ακριβώς τρώγαμε κουφέτα. Ωραία κουφέτα – τα θυμάμαι ακόμα. Είχαμε πάει μαζί να παραγγείλουμε μπομπονιέρες, στέφανα κλπ, πράγματα που η μέλλουσα νύφη κάνει πάντα με την κουμπάρα της, στην συγκεκριμένη περίπτωση εμένα. Άλλη εξυπνότερη! Έβλεπα την καλύτερη μου φίλη να παίρνει μια τόσο σημαντική απόφαση για τη ζωή της, ενεργώντας καθαρά από αντίδραση, και δεν άνοιξα το στόμα μου να πω το παραμικρό! Δεν νομίζω βέβαια ότι αν είχα πει κάτι θα άλλαζαν τα πράγματα. Ο γάμος θα γινόταν και εγώ θα έχανα μια φίλη. Ούτε θα την ξανακέρδιζα μετά από δυο χρόνια, όταν επιτέλους κατάλαβε ότι παντρεύτηκε τον λάθος άντρα και για λάθος λόγο. Και όλα αυτά συνέβησαν μόνο και μόνο γιατί κρατούσε ημερολόγιο! Θα ήταν σήμερα παντρεμένη με τον μεγάλο της έρωτα, θα είχαν δύο παιδιά και αν κάπου-κάπου έκανε και καμιά απιστία ποιος θα το καταλάβαινε; 
Στο γάμο και στον έρωτα όλα είναι τυχερά λέει η γιαγιά μου. Εγώ όμως δεν πιστεύω στην τύχη. Είμαι αρκετά ορθολογίστρια για να πιστεύω στα «τυχερά», στο «πεπρωμένο», στο «ριζικό», στο «κάρμα» ή όπως αλλιώς το λέει κάποιος. Μόνοι μας φτιάχνουμε τη ζωή μας. Έλα όμως που καμιά φορά βλέπουμε να συμβαίνουν πράγματα γύρω μας και αναρωτιόμαστε αν κάτι ή κάποιος – ο θεός ή μια ανώτερη δύναμη – επεμβαίνει άλλοτε για καλό, άλλοτε για κακό ή απλώς για να σπάσει πλάκα μαζί μας και να μας κάνει τα νεύρα κόσκινο; Δεν μπορώ να το εξηγήσω αυτό. Ίσως να είναι και θέμα απλών συμπτώσεων. Το θέμα όμως αυτό αρχίζει και αποκτά φιλοσοφικό περιεχόμενο και η φιλοσοφία δεν ήταν ποτέ το δυνατό μου σημείο. 
Μέχρι που γνώρισα τον Άγγελο. Άγγελος όνομα και πράγμα. Ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια. Μάτια διαπεραστικά που ανάβουν μέσα σου φωτιές και σε στέλνουν στην κόλαση. Χείλη υγρά, ηδονικά που τη μια στιγμή σου σβήνουν τη φωτιά και σε ανακουφίζουν και την επόμενη την κάνουν πιο δυνατή και εσύ παρακαλάς μάταια για λύτρωση. Κορμί δυνατό, χέρια που σε κρατούν σφιχτά, μυαλό κοφτερό και γλώσσα που υπόσχεται αφήνοντας υπονοούμενα. Παιχνίδια του νου, του κορμιού όλα μπερδεύονται και μπερδεύεσαι και εσύ σε έναν ιστό που σιγά–σιγά υφαίνεται δίπλα σου χωρίς να το καταλάβεις. 
Γνώρισα τον Άγγελο στο πανεπιστήμιο σε ένα μάθημα φιλοσοφίας. Εκείνος ήταν φοιτητής στο τέταρτο έτος της φιλοσοφικής, και η κολλητή μου στο δεύτερο, και η οποία –πολύ πριν το ατυχές περιστατικό με το ημερολόγιο- με είχε καλέσει να παρακολουθήσω μια διάλεξη ενός καθηγητή που εκείνη έβρισε ενδιαφέρουσα. Εγώ από την άλλη, βρήκα τον Άγγελο πιο ενδιαφέροντα. Καθόταν μπροστά μου και όλη την ώρα παρατηρούσα τους ώμους του- ήμουν σίγουρη ότι ήταν αθλητής του πόλο ή της κολύμβησης. Μετά άρχισε να μιλάει. Η χροιά της φωνής του, οι ερωτήσεις, οι παρατηρήσεις και τα σχόλια που έκανε, ο τρόπος που κινούσε τα χέρια του όταν μίλαγε, όλα είχαν αρχίσει να διεγείρουν τις αισθήσεις μου. Τον διέκοψα εντελώς ξαφνικά την ώρα που μιλούσε –κάνοντας μια άσχετη ερώτηση- μόνο και μόνο για να γυρίσει και να δω καλύτερα το πρόσωπό του. Γύρισε, με κοίταξε και το βλέμμα του πάγωσε το χρόνο και τη μνήμη μου. Δεν θυμάμαι κάτι άλλο μετά, για τους επόμενους δύο μήνες. Θυμάμαι μόνο ένα πρωί μετά από δύο μήνες, όταν ξύπνησα και βρήκα ένα σημείωμα δίπλα στο μαξιλάρι μου. «Καλημέρα αγαπούλα. Ήσουν πολύ καλή. Θα τα ξαναπούμε. Φιλιά!». 
Δεν τον ξαναείδα έκτοτε. Χρειάστηκαν δύο μήνες να τον ξεχάσω και τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια δεν είχα καμία επαφή μαζί του, ούτε είχα με κάποιο τρόπο μάθει νέα του. Μέχρι προχθές. Ήμουν το πρωί στο γραφείο, όταν άρχισε να κτυπάει το τηλέφωνο. Το σήκωσα και άκουσα έκπληκτη την σχεδόν τρεμάμενη φωνή της πρώην κουμπάρας μου και πρώην κολλητής μου –είχε και αυτή εξαφανιστεί από προσώπου γης τα τελευταία πέντε χρόνια. 
«…Άστα καλή μου φίλη–δεν μπορείς να φανταστείς τι μου συνέβη. Πριν πέντε χρόνια συνάντησα τυχαία τον Άγγελο. Τον θυμάσαι σίγουρα τον Άγγελο – εκείνον τον φοιτητή της φιλοσοφίας που τα είχατε για δύο μήνες όταν ήμασταν φοιτήτριες. Όταν τελείωσε το Πανεπιστήμιο δούλεψε σε μία διαφημιστική εταιρία. Ήταν τόσο ικανός στη δουλειά του που μετά από δέκα χρόνια απέκτησε και όλες τις μετοχές της εταιρίας. Τότε αποφάσισε να κάνει μία δεξίωση για το προσωπικό της εταιρείας και απευθύνθηκε σε μένα για τη διοργάνωση. Όταν με είδε για πρώτη φορά τότε θυμήθηκε ποια ήμουν, με ρώτησε μάλιστα και για σένα. Για να μη στα πολυλογώ, μετά από ένα χρόνο παντρευτήκαμε και μετά από δύο χρόνια γεννήθηκε και η Φένια, η κόρη μας. Όταν η Φένια έκλεισε τα δύο, πριν από δύο εβδομάδες δηλαδή, μου τηλεφώνησε εκείνος. Ήταν στο Τολέδο παρέα με ένα εικοσάχρονο μοντέλο από την Ανδαλουσία που είχε γνωρίσει στη δουλειά του. Μου δήλωσε ότι θέλει να χωρίσουμε. Αυτά. Λυπάμαι που είχα εξαφανιστεί αλλά ήμουν τρελά ερωτευμένη – σχεδόν είχα χάσει τα λογικά μου- και ήμουν σίγουρη πως εσύ –τόσο ψύχραιμη που είσαι πάντα- θα προσπαθούσες να με συγκρατήσεις ώστε να μην κάνω για δεύτερη φορά ένα τόσο μεγάλο λάθος. Συγνώμη! Με στήριξες την πρώτη φορά – ξέρω ότι θα με στηρίξεις και τώρα. Φίλες;» 
«Πάντα φίλες». Τι να της έλεγα; Ότι έκανε λάθος που έζησε ένα τρελό και θυελλώδη έρωτα με ημερομηνία λήξης ή μπράβο της που αφέθηκε να ζήσει ένα τέτοιο πάθος που άλλοι ούτε σε δυο ζωές δεν θα είχαν την τύχη να απολαύσουν; Τι πρέπει τελικά να μας οδηγεί; Η καρδιά ή η λογική; Ζούμε το τώρα όπως έρθει ή περιμένουμε ελπίζοντας για ένα καλύτερο αύριο; Αρχίζω πάλι να μπαίνω στα χωράφια της φιλοσοφίας και δεν πρόκειται να καταλήξω κάπου. Τουλάχιστον δεν μου ζήτησε να γίνω για δεύτερη φορά κουμπάρα της! Αυτή τη φορά θα είχα αρνηθεί–νομίζω πως είναι φανερό γιατί. Θα ήθελα να ήμουν στη θέση της! Μήπως πρέπει τελικά και εγώ να αρχίσω να κρατάω ημερολόγιο;

Απόγευμα Τετάρτης


Εκείνη...
Βγήκε από την θάλασσα, άπλωσε την πετσετούλα της πάνω στην ξαπλώστρα και μετά αφέθηκε να χαλαρώσει κάτω από το ζεστό μα συνάμα ευγενικό χάδι του ήλιου, που εκείνη την ώρα βρισκόταν στη δύση του. Η καλύτερη στιγμή να απολαύσει κάποιος τις χαρές τις θάλασσας, χωρίς να καίγεται από τον ήλιο. Σιχαινόταν την αίσθηση λιπαρότητας που αφήνουν οι αντηλιακές κρέμες στο δέρμα της και δεν ήθελε να συμβάλλει στο σχηματισμό αηδιαστικών κηλίδων λαδιού που επιπλέουν πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας και αλλοιώνουν το πραγματικό χρώμα και την μυρωδιά των νερών.
Σκέφτηκε το γαλαζοπράσινο χρώμα των νερών στο νησί της και το σύγκρινε με αυτό της θάλασσας στην οποία μόλις είχε βουτήξει- μάλλον δεν υπήρχε καμία σύγκριση- αλλά παρόλα αυτά δεν πτοήθηκε. Το θαλασσινό νερό ασκεί κάθε φορά πάνω της τις ίδιες ευεργετικές ιδιότητες ανεξαρτήτως χρώματος. Κολυμπάει, επιπλέει, βουτάει, κάνει ότι γουστάρει και δεν σκέφτεται τίποτα. Η έλλειψη βαρύτητας μέσα στο νερό, η απεραντωσύνη του γαλάζιου χαλαρώνουν το κορμί και την ψυχή της. Αν ήταν βέβαια στο νησί της και όχι σε κάποια παραλία της Αττικής, μπορεί η χαλάρωση να ήταν εντονότερη αλλά πάντα ευχαριστιόταν με ότι μπορούσε να απολαύσει εκείνη τη στιγμή. 
Άλλαξε νωχελικά πλευρό – βαρέθηκε να βλέπει τις πολυκατοικίες στο λόφο και από κάτω τα λεωφορεία να περνούν και να τις θυμίζουν τις πρωινές – ή ακόμα χειρότερα- τις αυριανές διαδρομές της και έστρεψε το βλέμμα της στη θάλασσα. Στο βάθος οι σανίδες του σερφ με τα πολύχρωμα φλούο πανιά τους δεν στάθηκαν ικανές να της αποσπάσουν την προσοχή για αρκετό χρόνο ακόμα. Έξω από το νερό η χαλάρωση δεν κρατάει πολύ και σύντομα οι σκέψεις άρχισαν και πάλι να πλημμυρίζουν το μυαλό της. Έπρεπε να φεύγει σιγά-σιγά. Είχε αφήσει δουλειά πίσω της και τώρα θα αναγκαζόταν να ξενυχτήσει για να είναι εντάξει με τις αυριανές υποχρεώσεις της.  
Άθελά της σκέφτηκε ότι και κάποιος άλλος μπορεί να ξενυχτούσε απόψε διαβάζοντας αν και δεν ήταν και πολύ σίγουρη για το τελευταίο. Θα μπορούσε να βλέπει τηλεόραση, να μιλάει με τους φίλους του στο τηλέφωνο ή να πίνει ένα ποτάκι χαζεύοντας τη φωτισμένη Ακρόπολη. Τελοσπάντων, εκείνος ας κάνει ότι θέλει. Εκείνη δεν πρόκειται να του ξαναμιλήσει αν δεν περάσει το μάθημα. Όταν κάποιος βάζει ένα στόχο πρέπει να προσπαθεί να τον πετύχει και όχι να διαμαρτύρεται κάθε φορά που αναγκάζεται να στριμώξει τα προσωπικά του «θέλω». Βέβαια ήταν λάθος της να κρίνει τους άλλους με βάσει τις δικές της εμπειρίες. Επειδή εκείνη ήταν πάντα αυστηρή με τον εαυτό της, δε σημαίνει ότι και όλοι έπρεπε να κάνουν το ίδιο. Πάντα κατά βάθος ζήλευε τους ανθρώπους που δεν έθεταν στον εαυτό τους όριο απόδοσης και μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να ακολουθήσουν μια παρόρμηση της στιγμής –αρκεί βέβαια η επιλογή τους αυτή να ήταν συνειδητή και να ήταν έτοιμοι σε κάθε περίπτωση να αποδεχτούν τις συνέπειες της επιλογής αυτής.  
Μάλλον έπρεπε να είχε βάλει αντηλιακό. Ένιωσε τους ώμους της να μουδιάζουν καθώς έβγαζε το βρεγμένο μαγιό και έβαζε την μπλούζα της. Μάζεψε γρήγορα-γρήγορα τα πράγματά της, τίναξε την άμμο από τα πόδια της, φόρεσε τα πέδιλά της, πήρε ένα εμφιαλωμένο νερό από το περίπτερο και ξεκίνησε.  

Βράδυ τελικού


Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο σαλόνι. Έριξε μια φευγαλέα ματιά πάνω στο τραπεζάκι προσπαθώντας να εντοπίσει το τηλεκοντρόλ. Ήταν μισοκρυμμένο κάτω από το τελευταίο τεύχος ενός περιοδικού αποκλειστικά για άντρες. Εννοείται πως δεν ήταν δικό του. Ήταν ενός φίλου του που τον είχε επισκεφτεί προχθές για να δουν τον ημιτελικό και το άφησε φεύγοντας εκεί. Εκείνος δεν διάβαζε τέτοιου είδους περιοδικά πια, ούτε συνήθιζε να ξοδεύει χρήματα για περιττά πράγματα. Οι τιμές του πετρελαίου είχαν ανέβει στα ύψη και ο μισθός του δεν του έφθανε ούτε για βενζίνη και τσιγάρα… που λέει ο λόγος δηλαδή. Δυστυχώς ούτε τη βενζίνη μπορούσε να κόψει ούτε τα τσιγάρα. Μπορούσε όμως να αγοράσει μπύρες από τις …φθηνές, εκείνες που έχουν σε τιμή προσφοράς με δώρο τρεις κατεψυγμένες πίτσες. Θα έψηνε τις πίτσες, θα έβγαζε και τις μπύρες και θα ήταν όλοι ευχαριστημένοι. 
΄Ηταν βραδιά τελικού εκείνο το βράδυ και οι «κολλητοί» του αποφάσισαν για άλλη μια φορά, ότι θα μαζεύονταν και πάλι στο δικό του σπίτι. «…..Ξέρεις μωρέ στο σπίτι μου τώρα τα πιτσιρίκια θα κάνουν χαμό», «…..ξέρεις μωρέ η Λίτσα θα κατεβάσει κάτι μούτρα», «….ξέρεις μωρέ η μάνα μου στην ηλικία της πάει νωρίς για ύπνο» και τα τοιαύτα, ήταν οι συνήθεις δικαιολογίες για να του κουβαληθούν με το έτσι θέλω. Αντίθετα αυτός δεν είχε καμιά τέτοια δικαιολογία. Δεν είχε παντρευτεί ποτέ του, η μαμά του έμενε αλλού και όσο για την «Λίτσα» είχε φροντίσει να την απομακρύνει με ευγενικό τρόπο «..άστο μωρέ για λίγο καιρό να δούμε πως θα πάει», η συνήθης δικαιολογία που χρησιμοποιούσε σε φορτικές περιπτώσεις.
Κοίταξε το ρολόι του και διαπίστωσε έντρομος ότι άργησε να επιστρέψει και η ώρα του τελικού πλησίαζε. Πάλι του έπιασε την κουβέντα η μάνα του το μεσημέρι αλλά δεν μπορούσε και δεν ήθελε να το αποφύγει. Μια φορά την εβδομάδα πήγαινε στο σπίτι της να τη δει. Εκείνη την ημέρα είχε μάλιστα μαγειρέψει και το αγαπημένο του φαγητό- ντολμάδες γιαλαντζί. «Τόσο κόπο έκανα αγόρι μου να το μαγειρέψω, κάτσε μια στάλα να σε δω κομματάκι παραπάνω», ήταν η δικαιολογημένη της απαίτηση. Πώς να της χαλάσει χατίρι!
  Ούτε στους φίλους του μπορούσε να χαλάσει χατίρι. Τι και αν τους είχε δει πάλι πρόσφατα - ένας τελικός ευρωπαϊκού πρωταθλήματος είναι τελικός ευρωπαϊκού πρωταθλήματος πάει και τελείωσε - και επιβάλλεται να τον δεις με τους κολλητούς σου. Είναι χαβαλές, είναι στάση ζωής, είναι θέμα ανδρικής αξιοπρέπειας. Ακόμα και αν δεν είσαι και πολύ φανατικός φίλος του ποδοσφαίρου – το οποίο δεν ομολογείς πότε και σε κανέναν - πρέπει να παρακολουθήσεις τον αγώνα για να μπορείς την επομένη μέρα να έχεις άποψη επί του θέματος. Δεν πρέπει να σε πιάσει κάποιος «αδιάβαστο». 
Έβγαλε τις πίτσες από την κατάψυξη, τις έβαλε σε ένα ταψί και τις έχωσε στο φούρνο. Ταυτόχρονα, άνοιξε το θερμοσίφωνο να κάνει ένα ντους γιατί είχε κίνηση στο δρόμο, και είχε μουσκέψει στον ιδρώτα μέχρι να επιστρέψει σπίτι του. Μετά πήγε στην κρεβατοκάμαρά του και άνοιξε το λάπτοπ που είχε ακουμπήσει στο κομοδίνο για να δει τα μαιλ του. Δεν περίμενε κάτι κυριακάτικα – μάλλον το έκανε από συνήθεια- όπως βουρτσίζεις τα δόντια σου ένα πράγμα. Δεν του είχαν στείλει παρά μόνο κάτι σαχλά διαφημιστικά. Τα έστειλε στον κάλαθο των αχρήστων μαζί με κάποια παλιά μηνύματα. Στη συνέχεια έκλεισε το λάπτοπ, έβγαλε τα ρούχα του, άνοιξε το συρτάρι της ντουλάπας πήρε ένα καθαρό μποξεράκι και ένα φρεσκοσιδερωμένο φανελάκι και τα ακούμπησε προσεκτικά πάνω στο κρεβάτι. Πήγε στο μπάνιο, μπήκε στην μπανιέρα, τράβηξε προσεκτικά την κουρτίνα για να μην χυθούν έξω τα νερά, άνοιξε τον διακόπτη του νερού και έχωσε το κεφάλι του κάτω από το τηλεφωνάκι. Το νερό χύθηκε με ορμή πάνω στο κεφάλι του και μια αίσθηση ανατριχίλας ένιωσε να του γαργαλάει την σπονδυλική στήλη. Πέρασαν τρία λεπτά και ακόμα παρέμενε στην ίδια στάση ανίκανος να κάνει οτιδήποτε. Είχε κλείσει τα μάτια του και ένιωθε μια απίστευτη χαλάρωση. Το νερό που έτρεχε ορμητικά πάνω στο κορμί του είχε παρασύρει και τις πιο βαθιά κρυμμένες έγνοιες του. Το κουδούνι άρχισε να χτυπάει επίμονα αλλά το μόνο που άκουγε ήταν ο θόρυβος που έκανε το νερό καθώς χτύπαγε στα τοιχώματα της μπανιέρας. Έκλεισε το διακόπτη του νερού, τυλίχτηκε στην χνουδωτή πετσέτα του, πήγε μηχανικά μέχρι την κουζίνα, έκλεισε τον διακόπτη του φούρνου, πέταξε την πετσέτα κάτω – κάπου στο χωλλ- μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και έπεσε γυμνός πάνω στο κρεβάτι. Έκλεισε τα μάτια και …… ονειρεύτηκε ότι κέρδισε η Γερμανία. Γιατί έτσι μόνο θα μπορούσε να κερδίσει η Γερμανία!!! 

Μια χούφτα κεράσια

Άνοιξε το ψυγείο και κοίταξε μέσα. Έβαλε το χέρι της στο τρίτο ράφι από πάνω, έπιασε ένα βαθύ μπωλ και κοίταξε μέσα. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε. Κάποιος έφαγε τα περισσότερα κεράσια. Τα πήρε στα χέρια της και τα μέτρησε. ….τρία, τέσσερα, πέντε. Ήταν τουλάχιστον δώδεκα χθες το βράδυ. Το θυμόταν καθαρά. 
Είχε αργήσει να πάει για ύπνο - διάβαζε φυσική μέχρι αργά, ένα μάθημα που το σιχαινόταν- και λίγο πριν την πάρει ο ύπνος πάνω στο βιβλίο, κατέβηκε στην κουζίνα να βάλει κάτι στο στόμα της να ξυπνήσει. Και τι πιο δροσερό από μια χούφτα ώριμα, κατακόκκινα κεράσια! Άρπαξε πεντέξι και τα έχωσε λαίμαργα στο στόμα της -παραλίγο να καταπιεί και ένα κουκούτσι- ένιωσε τη δροσιά τους στον ουρανίσκο της και τις αισθήσεις τις να παίρνουν και πάλι μπρός. Ανήσυχη, κοίταξε το μπωλ και μέτρησε τα υπόλοιπα κεράσια- έπρεπε οπωσδήποτε να περισσέψουν μερικά και για την επόμενη δύσκολη μέρα. Τα μέτρησε φευγαλέα - έφτασε μέχρι το δώδεκα και σταμάτησε. Ήταν αρκετά.
 Και τώρα μια μέρα μετά, είχε ακουμπήσει το μπωλ πάνω στον πάγκο της κουζίνας και αναρωτιόταν τι μπορούσε να είχε συμβεί. Ήταν προφανές τι είχε συμβεί. Κάποιος άλλος είχε φάε τα κεράσια. Δεν ήθελε να κάνει φασαρία. Θα τις έλεγαν πάλι ότι κάνει σαν παιδί στην ηλικία της. Αμάν πια με την ηλικία της ! Στην πρώτη Γυμνασίου πήγαινε όχι και στο Πανεπιστήμιο! Αυτοί οι γονείς της είχαν κόλλημα με την ηλικία της. Ακόμα και όταν ήταν πιο μικρή τα ίδια έκαναν πάλι. Δεν μπορούσε ποτέ να ξεχάσει ότι μόλις άρχισε να πηγαίνει σχολείο σταμάτησαν να τις παίρνουν δώρα στις γιορτές –ούτε καν τα Χριστούγεννα ή στα γενέθλιά της. Τώρα μεγάλωσες τις είπαν - τι να τα κάνεις τα δώρα; Θα σου φέρουν δώρα η νονά σου, οι θείοι σου, οι φίλες σου… εμείς τόσα πράγματα σου παίρνουμε καθημερινά. Τελοσπάντων, οι σκέψεις αυτές δεν οδηγούσαν τη συγκεκριμένη στιγμή πουθενά και δεν τη βοηθούσαν με το πρόβλημά της.
Τα είχε ανάγκη αυτά τα κεράσια. Είχε ανάγκη τη δροσιά τους και τη λήθη που η δροσιά αυτή προσφέρει. Η μέρα ήταν δύσκολη και στο σχολείο και στο σπίτι. Είχε κιόλας σουρουπώσει και δεν είχε ακόμα ανοίξει την τσάντα της να βγάλει έξω τα βιβλία της. Έπρεπε οπωσδήποτε να διαβάσει για την επόμενη μέρα. Είχαν διαγώνισμα στη Γεωγραφία, επαναληπτικό για τα βουνά, τα ποτάμια και τις λίμνες της Ασίας και δυστυχώς αυτά ήταν πολλά και με δύσκολα ονόματα. Δεν πειράζει όμως, καλύτερα, σκέφτηκε. Θα είχε με κάτι να απασχολήσει το μυαλό της που ακόμα βούλιαζαν βαρκούλες στα τρικυμισμένα νερά του. Γι’ αυτό είχε ανάγκη και τα κεράσια! Λίγα κεράσια δεν θα κόπαζαν βέβαια την τρικυμία αλλά οπωσδήποτε θα έσωζαν τις βαρκούλες.
Το λάθος βέβαια ήταν και αυτή τη φορά δικό της. Τα λάθη ήταν πάντα δικά της. Αυτό το είχε πια εμπεδώσει. Το λάθος ήταν δικό της που οι γονείς της τσακώνονταν καθημερινώς. Αν δεν είχε πάρει προχθές Α; στο διαγώνισμα της Χημείας δεν θα τσακώνονταν. Αν έβαζε τα ρούχα της και τα παιχνίδια της στη θέση τους πάλι δεν θα τσακώνονταν. Αν έτρωγε όλα της τα φασόλια όλα θα ήταν μέλι-γάλα. Το μεσημέρι που γύρισε από το σχολείο δεν είχε όρεξη να φάει καθόλου. Το στομάχι της είχε δεθεί κόμπο. Επί μία ώρα λιβάνιζε τα ρημαδοφάσολα τα οποία κόντευαν να βγάλουν ρίζες στο πιάτο της. Κάποια στιγμή εν μέσω γκρίνιας και τσακωμών που ξεκίνησαν για το πόσο παραπάνω αλάτι είχαν τα φασόλια και κατέληξαν στο “έχε χάρη που είναι το παιδί στη μέση αλλιώς….”, τίναξε το πιάτο της στον αέρα, τα φασόλια εξφενδονίστηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις, ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και κλείστηκε στο δωμάτιό της. Ευτυχώς που το καινούργιο σπίτι τους ήταν σε πολλά επίπεδα και μπορούσε να απομονωθεί εύκολα.
Έφερε στο μυαλό της όλα όσα είχαν συμβεί το πρωί στο σχολείο στο μάθημα της γυμναστικής και τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν. Αμάν πια αυτή η Μαρία! Δεν μπορούσε να την ικανοποιήσει με τίποτα. Η Μαρία ήταν ένα όμορφο ψηλό και μελαχροινό κορίτσι, συμμαθήτριά τους από φέτος –αλλά οι φήμες έλεγαν ότι ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερη γιατί στο σχολείο που ήταν την περσινή χρονιά είχε μείνει στην τελευταία τάξη του δημοτικού. Η Μαρία μπορεί να ήταν η χειρότερη μαθήτρια στην τάξη αλλά ήταν η καλύτερη στο μάθημα της γυμναστικής. Έπαιζε μπάσκετ σε κανονική ομάδα και ήταν αρχηγός της ομάδας μπάσκετ της τάξης τους. Η Μαρία ήθελε η ομάδα τους πάντα να κερδίζει και πραγματικά με τη Μαρία αρχηγό οι νίκες έρχονταν η μια μετά την άλλη. 
Ξαφνικά όμως μια μέρα η Μαρία πάτησε μια μπανανόφλουδα που ένας απρόσεκτος συμμαθητής τους είχε πετάξει στις σκάλες και έσπασε το πόδι της. «Ξέχασε το μπάσκετ για φέτος», της είπε ο γιατρός. Η Μαρία όμως πείσμωσε και δήλωσε ότι η ομάδα της, έστω και χωρίς αυτήν, θα συνέχιζε τις νίκες. Έπρεπε να βρει μια άλλη παίκτρια να πάρει τη θέση της και διάλεξε εκείνη. Κολακεύτηκε βέβαια στην αρχή αλλά μετά τα βρήκε σκούρα. Δεν είχε ποτέ μέχρι τότε παίξει επιθετικά, συνήθως περιοριζόταν στην άμυνα και μάζευε και κανένα ριμπάουντ. Είχε βέβαια καλό σουτ αλλά μόνο από στημένες φάσεις. Η Μαρία καταλάβαινε ότι είχε δυνατότητες για περισσότερα πράγματα και προσπαθούσε να την πείσει για αυτό πότε με το καλό και πότε με το άγριο. Στην προπόνηση της έβγαζε το λάδι και την ώρα του αγώνα φώναζε, φώναζε συνέχεια «σούταρε μη φοβάσαι» μέχρι που τελικά μπλόκαρε από τις φωνές της και άφηνε να τις πάρουν την μπάλα μέσα από τα χέρια της. Εκτιμούσε την προσπάθεια της Μαρίας και από τη μια χαιρόταν που είχε αρχίσει να βελτιώνεται, από την άλλη όμως, όταν τα πράγματα δεν είχαν θετική έκβαση για την ομάδα, της έβαζε τις φωνές λες και το λάθος ήταν αποκλειστικά δικό της. 
Εκείνο το πρωί το κακό παραέγινε. Έπαιζαν αγώνα με τα κορίτσια της Γ΄ τάξης, που ήταν τα περισσότερα πιο δυνατά και πιο ψηλά από αυτές. Ήταν στο τελευταίο λεπτό του αγώνα, έχαναν με μόνο ένα καλάθι διαφορά και η μπάλα ήρθε στα χέρια της. Βρέθηκε αμαρκάριστη κάτω από το καλάθι και την ώρα που σημάδευε άκουσε τη φωνή της Μαρίας: « Έλα μη φοβηθείς πάλι, βάλτο το ρημάδι». Θα το έβαζε το «ρημάδι» αλλά άκουσε τη φωνή της και μπλόκαρε για άλλη μια φορά. Έχασαν, και η Μαρία για όλη την υπόλοιπη μέρα δεν της ξαναμίλησε, μόνο που αυτή τη φορά μουρμούραγε: «δεν φταίει κανένας άλλος εγώ φταίω που πήγα και έσπασα το πόδι μου. Αν εγώ μπορούσα να παίξω δεν θα συνέβαινε τώρα αυτό». 
Η Μαρία τώρα δεν της μιλάει και της δήλωσε ότι δεν θέλει ούτε εκείνη να της ξαναμιλήσει. Στεναχωρήθηκε για τον εαυτό της που δεν φάνηκε αρκετά χαλαρή την κρίσιμη στιγμή, στεναχωρήθηκε και για τη Μαρία που εξαιτίας του τραυματισμού της δεν μπορούσε να παίξει αλλά κυρίως που εξαιτίας του γεγονότος αυτού είχε θολώσει το μυαλό της και δεν μπορούσε να χαρεί ούτε το παιχνίδι ούτε τη φιλία τους. Αν η Μαρία δεν θελήσει να της ξαναμιλήσει δεν θα προσπαθήσει να την κάνει να αλλάξει γνώμη. «Ο χρόνος περνάει και γιατρεύει τις πληγές» έλεγε η γιαγιά της. Και ο χρόνος που περνάει θα γιατρέψει και το πόδι της Μαρίας. Και τότε μπορεί και να ξαναμιλήσουν
Ένα κεράσι είχε μοναχά απομείνει. Το έβαλε στο στόμα της, έκλεισε τα μάτια και τα αυτιά της και ευχήθηκε να περάσει ο καιρός γρήγορα, να μεγαλώσει και να πάει στο πανεπιστήμιο. Και τότε θα ήξερε τι έπρεπε να κάνει!

ΤΕΛΟΣ Α ΜΕΡΟΥΣ