Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

Έρχεται ...καλοκαιρία στο δελτίο του Star Channel!


H αλήθεια ήταν, πως αν και είχε πια συνηθίσει να κοιτούν οι άντρες τα πόδια της, αυτή τη φορά ένιωθε σχεδόν ενοχλημένη. Από την ώρα που είχε μπει στο μετρό και είχε καθίσει στο πρώτο κάθισμα που άδειασε, ο τυπάκος που καθόταν απέναντι της, είχε καρφώσει το βλέμμα του στις γάμπες τις. Δεν τον αδικούσε βέβαια. Είχε μακριές, λεπτές και καλοσχηματισμένες γάμπες, τις οποίες φρόντιζε κάθε φορά να επιδεικνύει με όποιο τρόπο μπορούσε. Τα τελευταία δύο χρόνια, το μακρύτερο ρούχο που είχε φορέσει, συμπεριλαμβανομένων παλτό και καπαρντίνων, έφθανε περίπου μια παλάμη πάνω από τα γόνατά της. Εννοείται επίσης πως είχε προ καιρού αποκηρύξει τα χοντρά και αδιαφανή καλσόν, τις ψηλές μπότες και γενικά ότι έκρυβε ή φόρτωνε υπερβολικά τα καλλίγραμμα πόδια της. Η γιαγιά της η Σμυρνιά πάντα έλεγε ότι οι άντρες έχουν ένα κατιτίς –φετίχ θα το έλεγε κανείς σήμερα- με τις γυναικείες γάμπες.  
Και τα υπόλοιπα όμως μέρη του σώματός δεν ήταν άσχημα –καθόλου άσχημα. Τον τίτλο «Miss Ξυλόκαστρο» στα δεκαοκτώ της, τον είχε κερδίσει με το σπαθί της. Μπορεί στη συνέχεια να μην κέρδισε άλλους τίτλους – όχι γιατί δεν είχε τα προσόντα, οι διασυνδέσεις τις έλειπαν- αλλά παρόλα αυτά της δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθεί επαγγελματικά με το μόντελινγκ. Τα λεφτά βέβαια που έβγαλε ήταν πολύ λιγότερα απ’ όσα περίμενε, ενώ οι επιδείξεις στην επαρχία δεν είχαν τη λάμψη και το γκλάμουρ ή μάλλον τη ζεστασιά εκείνων που έβλεπε στα περιοδικά και ονειρευόταν. Άλλο να ξυπνάς χειμωνιάτικα στους 25οC στο Χίλτον με θέα το Δούναβη ή τον Σηκουάνα και άλλο στους 12οC σε μια πανσιόν κάπου έξω από την Αλεξανδρούπολη. «Εύκολη ζωή» και… κουραφέξαλα! Είχε βαρεθεί να ακούει τα σχόλια των άλλων. Εύκολο να το λένε αλλά αν είχαν τα κότσια να το κάνουν, γιατί δεν το δοκίμαζαν κι αυτοί; Έπρεπε να κοιτάξει τον εαυτό της και τότε έκρινε πως δεν είχε άλλο καλύτερο τρόπο να το κάνει. 
Αν ήθελε βέβαια θα μπορούσαν οι συνθήκες να ήταν ευνοϊκότερες. Όμορφη κοπέλα ήταν και ήξερε να τραβάει τα βλέμματα. Ήταν όμως πάντα καχύποπτη με τους άντρες. Όχι ότι δεν έκανε σχέσεις μαζί τους, φρόντιζε όμως κάθε φορά να τους κρατάει σε απόσταση. Και φυσικά δεν είχε ποτέ ζητήσει χάρη από κανέναν και δεν είχε ποτέ υποχρεωθεί σε κανέναν. Πες από αρχές, από ιδιοσυγκρασία, από ένστικτο… ποιος ξέρει! Η γιαγιά της πάντως φρόντιζε να της πιπιλάει το μυαλό συνέχεια: «Μόνη σου κοριτσάκι μου θα πορευτείς στη ζωή σου…..δεν θα σου χρωστάει κανένας και δεν θα χρωστάς σε κανένα»! Μόνη της πορευόταν, μόνη της κέρδισε και την ευκαιρία για το δοκιμαστικό σε ένα διαφημιστικό φιλμάκι για καλσόν. Από τη στιγμή εκείνη και μετά, τα πράγματα ήρθαν σχετικά πιο εύκολα γι’ αυτήν. Ακόμα και η πρόταση να παρουσιάζει το δελτίο καιρού στο Star Channel δεν την ξάφνιασε και πολύ. 
Σταμάτησε να κοιτάει έξω από το παράθυρο την βροχή που εξακολουθούσε να πέφτει μονότονα από το πρωί και έστρεψε το βλέμμα της στην απέναντι θέση. Με ανακούφιση διαπίστωσε ότι ο τυπάκος με το διεστραμμένο βλέμμα είχε κάπου στο ενδιάμεσο κατέβει και ένας παππούς που λαγοκοιμόταν είχε πάρει τη θέση του. Αργούσαν ακόμα να φθάσουν στο αεροδρόμιο, και άνοιξε μια εφημερίδα που κάποιος είχε αφήσει φεύγοντας στη διπλανή θέση. Στο τρίτο φίλο, στη στήλη με τα κουτσομπολιά του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ, είδε τη φωτογραφία της και διάβασε έκπληκτη από κάτω το σχετικό σχόλιο - «Το νέο δελτίο καιρού του Star-δελτίο πρωτοεμφανιζόμενου ξέκωλου-να επέμβει το ΕΣΡ». ΄Έγινε έξαλλη. Το ξαναδιάβασε, μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια της, και αναρωτήθηκε φωναχτά: “Κάποιος δεν θα έπρεπε εν προκειμένω να επέμβει και να απαγορεύσει στην ανέραστη γεροντοκόρη τηλεκριτικού να εκφράζεται με αυτόν τον υβριστικό τρόπο”; Ο παππούς απέναντι ανοιγόκλεισε τα μάτια του και την κοίταξε απορημένος. Του χαμογέλασε, έσκυψε προς το μέρος του, του έδειξε τη φωτογραφία της και του είπε: Δε συμφωνείτε και ΄σεις πως ο σωστός τίτλος γι’ αυτή τη φωτογραφία είναι “Έρχεται καλοκαιρία στο δελτίο του Star Channel”; 
Επιτέλους έφθασαν στο αεροδρόμιο. Βγήκε γρήγορα από το βαγόνι, ενώ ο παππούς καθόταν ακόμα στη θέση του και κοίταζε τη σχεδόν -είναι η αλήθεια- ημίγυμνη φωτογραφία της. Προχώρησε προς την κεντρική αίθουσα του αεροδρομίου ενώ η βροχή είχε σταματήσει και ένα ουράνιο τόξο είχε αρχίσει να αχνοφέγγει στον ορίζοντα. «Μιλάνο σου ΄ρχομαι», σκέφτηκε και ένα χαμόγελο έσκασε στα έντονα βαμμένα χείλη της.


Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Ο έρωτας

 

Ο έρωτας είναι σαν τη θάλασσα
γεμάτος όνειρα και υποσχέσεις 
για ταξίδια μακρινά σε πελάγη ήρεμα 
και κόλπους απάνεμους.

Ένας καλός καπετάνιος και ένα γερό σκαρί
και εσύ ναύτης πρόθυμος
να τραβάς το κουπί -χωρίς κόπο-
με ένα μόνο γλυκό ψίθυρο στο αυτί.

Αλλά σαν πιάσει αέρας πολύς
τι κάνεις στο πέλαγος καταμεσής;
Δεν αρκεί μια προσευχή
ούτε ένας λόγος βαρύς!

Θέλει μπράτσα γερά, 
καρδιά δυνατή, θάρρος
και υπομονή πολλή, 
ελπίδα και πίστη στη ζωή.

Μπορεί το πανί να σκιστεί 
και η βαρκούλα να βουλιάξει στη στιγμή,
μπορεί και ο αέρας να πάψει να φυσά
ή να φανεί μπροστά η στεριά.

Τι απ' όλα αυτά θα συμβεί; 
Δεν ξέρω, η αλήθεια είναι αυτή.
Το ταξίδι μ'αρέσει 
αλλά ο καπετάνιος θέλει προσεκτική επιλογή!

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2009

Rain in the city


Έβρεχε ασταμάτητα από το πρωί. Το λεωφορείο άφαντο. Και όταν ήρθε, προχώρησε εκατό μέτρα και μετά σταμάτησε. Κίνηση-απίστευτη κίνηση. Τα πάντα και οι πάντες κολλημένοι και η μούρη μου κολλημένη στο τζάμι να κοιτάει τη βροχή. 
Νεύρα-πολλά νεύρα. Και ώρα χαμένη-πολύ ώρα. Σχεδόν δύο ώρες όρθια και στριμωγμένη. Το κινητό να χτυπά ασταμάτητα. Φίλοι αργόσχολοι, φίλοι αργοπορημένοι και πελάτες βιαστικοί. Πόσα και τι να πει κανείς πια; Τα χθεσινά νέα είναι ήδη παλιά. Έχουν φύγει από το πρωί με μέϊλ ή με γραπτό μήνυμα και έχουν βγει και σε μπλόγκ. Τα ξέρει η κολλητή σου και ο κουνιάδος της συννυφάδας σου.
Η Κηφισίας ατελείωτη. Και η υπομονή όλων άρχισε να εξαντλείται. Κάπου στη συμβολή με την Πανόρμου, οι ηλικιωμένοι έκαναν την αρχή. «Φταίει η Κυβέρνηση», είπε ένας. «Όχι η αντιπολίτευση», είπε ένας άλλος. Ένας τρίτος επικαλέστηκε οργανωμένο σχέδιο των Εβραίων. Δεν κρατήθηκα, χαμογέλασα. Ένας όμορφος νεαρός, που στεκόταν απέναντί μου με κοίταξε διερευνητικά. Έσκυψα και του ψιθύρισα: « Την ώρα που οι ρουκέτες πέφτουν βροχή στο Νότιο Ισραήλ, ισραηλινοί επιστήμονες κατόπιν εντολών του πρωθυπουργού τους στέλνουν ρουκέτες βροχής στην Αθήνα». Τζίφος. Το αστειάκι δεν έπιασε. Ο τυπάκος συνέχισε να με κοιτά απορημένος. Κρίμα! Και εγώ πίστευα ότι θα μου ζητούσε το τηλέφωνό μου. Γιατί να μην κρατώ το στόμα μου κλειστό; Γιατί να λέω πάντα αυτό που σκέπτομαι και όχι να σκέπτομαι πριν μιλήσω;
 Στο ύψος της Φιλοθέης ένα αυτοκίνητο είχε πέσει σε μία κολώνα. Η κίνηση των οχημάτων είχε σταματήσει. ¨Ένα αυτοκίνητο της πυροσβεστικής, ένα νοσοκομειακό και ένα αυτοκίνητο της τροχαίας ήρθαν από το αντίθετο ρεύμα, το οποίο –παραδόξως- ήταν άδειο. « Η παγκόσμια σιωνιστική συνωμοσία εμφάνιζε κενά». Όχι αυτό δεν το φώναξα, μόνο το σκέφτηκα.
 Μετά το «Υγεία» η ταχύτητα αυξήθηκε και η ένταση χαλάρωσε. ¨Όχι για πολύ. Στο Μαρούσι οι συνθήκες χειροτέρεψαν. Η βροχή άρχισε να γίνεται πιο έντονη και η ορατότητα μειώθηκε δραματικά. Μόνο στο φως της αστραπής έβλεπες λίγα μέτρα μακρύτερα ενώ τα νερά άρχισαν να κατεβαίνουν σαν ποτάμι. Οι άνθρωποι εξαφανίστηκαν από τα πεζοδρόμια και όλα τα οχήματα που ήταν εκείνη την ώρα στο δρόμο ακινητοποιήθηκαν.
 Δεν θα έφτανα ποτέ στην Κηφισιά, το πήρα πλέον απόφαση. Δεν υποφέρω από κλειστοφοβία ή αγοραφοβία αλλά η ατμόσφαιρα μέσα στο λεωφορείο είχε γίνει αφόρητη. Κατέβηκα στην επόμενη στάση. Αν και κοντά σε κεντρική πλατεία του Μαρουσιού, παντού ερημιά. Ένα περίπτερο με μία νάιλον τέντα γύρω του έδειχνε να προσφέρει προσωρινό καταφύγιο. Κάποιος άλλος είχε μάλλον κάνει νωρίτερα την ίδια σκέψη. Ένας ομορφούλης, μεγαλόσωμος, κατάμαυρος και μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο σκύλος είχε αράξει και αυτός κάτω από την τέντα. Τα καστανά ματάκια του είχαν ένα λυπημένο-σχεδόν φοβισμένο βλέμμα. «Μπόρα είναι, θα περάσει φίλε, μην ανησυχείς», φώναξα δυνατά για να ακουστεί η φωνή μου την ώρα που βρόνταγε και άστραφτε ο ουρανός. Ο σκυλάκος δεν φάνηκε να πείθεται και άρχισε να με κοιτάει και αυτός με ένα απορημένο βλέμμα, σχεδόν ίδιο με αυτό του πρώην συνεπιβάτη μου. «Δεν πάνε όλοι να πνιγούν σήμερα», έβρισα από μέσα μου αγανακτισμένη. Άνοιξα την ομπρέλα μου με θάρρος, πίστη και τόλμη και άρχισα να περπατώ με κατεύθυνση προς τον σταθμό του τρένου. Τουλάχιστον τα τρένα δεν σταματούν με την βροχή. Εκτός βέβαια αν τα σαμποτάρει κάποιος. 
- Ποιος; Οι Εβραίοι!!!


Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009

Τρεις ιστορίες

Τρεις φωτογραφίες, τρεις τίτλοι, και τρεις παράλληλες ιστορίες

 

Λαχανοντολμάδες αυγολέμονο!

ΜΜΜΜμμμμ! Ένιωσε να του γαργαλούν τη μύτη γνωστές αγαπημένες μυρουδιές! Κοίταξε δεξιά και αριστερά αλλά δεν είδε τίποτε. Μόλις έστριψε στη γωνία οι μυρωδιές έγιναν πιο έντονες. Στα εκατό μέτρα πιο κάτω συνάντησε ένα μικρό συνοικιακό μαγειρείο. Μεσημέρι ήταν, πεινούσε, φαγητό δεν υπήρχε στο σπίτι, αφού χθες το βράδυ δεν πρόλαβε να μαγειρέψει, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Κάθισε σε ένα τραπέζι- το μόνο που βρήκε ελεύθερο, αφού ήταν όλα γεμάτα με μεσόκοπους εργένηδες- και φώναξε αμέσως το γκαρσόνι να παραγγείλει μια μερίδα λαχανοντολμάδες αυγολέμονο. Δεν χρειάστηκε να δει πρώτα τον κατάλογο - η μύτη του δεν λάθευε ποτέ! 
Λαχανοντολμάδες αυγολέμονο - η αγαπημένη συνταγή της μανούλας του. Η Γεωργία, όσο και αν είχε προσπαθήσει, δεν την πέτυχε ποτέ! Έχυνε το αυγολέμονο μέσα στην κατσαρόλα ενώ ακόμα αυτή ήταν στη φωτιά και το αυγολέμονο, όπως ήταν επόμενο, έκοβε. Της είχε πει εκατό φορές να το σβήνει το ρημάδι το μάτι πρώτα και να παίρνει την κατσαρόλα από την φωτιά, πριν να ρίξει μέσα το ζουμί! Εκείνη τίποτα –χαμπάρι! Της το είπε μία, της το είπε δύο, την τρίτη που ήταν και ημέρα Τρίτη την έδιωξε! Η κοπέλα έπαθε σοκ-δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Έριξε την κατσαρόλα στο πάτωμα- ευτυχώς που δεν την έριξε στο κεφάλι του- πήρε την οδοντόβουρτσά της και την έκανε! Ένα μόνο ραγισμένο πλακάκι από την κατσαρόλα έμεινε να του θυμίζει αυτό το συμβάν. Έκτοτε ξεκίνησε να μαγειρεύει εκείνος και διαπίστωσε ότι τα κατάφερνε πολύ καλύτερα από τις εκάστοτε φίλες του. Οι περισσότερες δεν ήξεραν ούτε ένα αυγό να βράσουν! Άλλες τις απασχολούσε η δουλειά και η καριέρα τους και ξημεροβραδιάζονταν μπροστά στο λαπτοπ και άλλες τα μαλλιά τους και την έβγαζαν στα κομμωτήρια και στα ινστιτούτα αισθητικής. Όλες όμως είχαν ένα κοινό σημείο- ήθελαν να γίνουν μάνες και ήθελαν να είναι εκείνος ο πατέρας των παιδιών τους. Δικαιολογημένα βέβαια, αφού ήταν ένας αντικειμενικά ωραίος άντρας, καλλιεργημένος, με ευχάριστους τρόπους και προ πάντων με δικό του σπίτι και καλή δουλειά. Τι και αν ο πατέρας του –που φοβόταν ότι δεν επρόκειτο να αποκτήσει ποτέ εγγονάκια - τον έλεγε ιδιόρρυθμο; Δεν μπορούσε να μη σκεφτεί κάθε φορά: «Που πας κυρά μου να ανοίξεις σπίτι και να κάνεις οικογένεια χωρίς να ξέρεις να τυλίγεις τους ντολμάδες με το ζεματισμένο λάχανο και να φτιάχνεις ένα αυγολέμονο της προκοπής;»  



Σιγά τα λάχανα!

΄Άνοιξε το τρίτο συρτάρι δεξιά δίπλα από το ψυγείο και κάτω από κάτι διαφημιστικά φυλλάδια από πιτσαρίες και ψησταριές βρήκε το βιβλίο μαγειρικής που έψαχνε. Ο μικρός γιος της είχε γενέθλια το Σάββατο και έπρεπε να φτιάξει αρκετά πράγματα που να αρέσουν στα παιδάκια. Κεφτεδάκια , λουκάνικα και τυροπιτάκια έφτιαχνε συχνά και ήταν εύκολες συνταγές. Ο μικρός όμως είχε ζητήσει και παστίτσιο και είχε πάντα ένα θεματάκι με την μπεσαμέλ. Έπρεπε να βάζει ακριβώς τις αναλογίες από βούτυρο και αλεύρι που έγραφε το βιβλίο, γιατί διαφορετικά δεν έδενε η σάλτσα. Καμιά φορά, ακόμα και αν έβαζε τις σωστές αναλογίες, πάλι μπορεί να μην πετύχαινε το φαγητό. Δεν την ένοιαζε όμως! Το έτρωγαν όλοι αδιαμαρτύρητα- τα παιδιά, ο Θανάσης ακόμα και ο πεθερός της. Πεθερά δεν είχε, γιατί η κακομοίρα πέθανε αμέσως μόλις γέννησε τον Θανάση. Άφησε μεν τον Θανάση ορφανό από τη μια αλλά και χωρίς μέτρο σύγκρισης από την άλλη. Δεν είχε ποτέ ακούσει από το στοματάκι του την φράση « ξέρεις… η μανούλα μου αυτό το έκανε καλύτερα, αυτό το έκανε έτσι ή αυτό το έκανε αλλιώς». Έτρωγε τα πάντα αδιαμαρτύρητα. Ούτε όταν αργούσε να γυρίσει από το γραφείο και αγόραζε φαγητό απέξω διαμαρτυρόταν. 
Χρυσό παιδί ο Θανάσης. Την πρώτη φορά που έφτιαξε παστίτσιο, δεν της πέτυχε η μπεσαμέλ και από τα νεύρα της, γλίστρησε η κατσαρόλα από τα χέρια της και έπεσε με δύναμη στο πάτωμα, ραγίζοντας ένα πλακάκι. Ο Θανάσης την πήρε αγκαλιά και την παρηγορούσε. Την αγαπούσε πραγματικά και δεν ήταν καθόλου εγωιστής. Εκτιμούσε πάντα την προσπάθεια ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα. Άθελα της θυμήθηκε ένα ραγισμένο πλακάκι σε μια άλλη κουζίνα και ένα κομμένο αυγολέμονο που έγινε αιτία χωρισμού. Σιγά τα λάχανα σκέφτηκε! Τι και αν δεν έμαθε ποτέ να φτιάχνει λαχανοντολμάδες; Εκείνη είχε τώρα τον Θανάση και τα παιδιά της και εκείνος έψαχνε ακόμα σε όλη τη χώρα να βρει τη σταχτοπούτα του, κρατώντας αντί για το γυάλινο γοβάκι την συνταγή με τους ντολμάδες!




Τα κάναμε σαλάτα!

Κοίταξε τους λαχανοντολμάδες μέσα στο πιάτο του- φαίνονταν λαχταριστοί αλλά δεν είχε όρεξη να τους φάει. Ίσως και να μην έπρεπε κιόλας. Είχε περάσει τα εβδομήντα εδώ και κάτι χρόνια και εξετάσεις για χοληστερίνη δεν είχε πάει να κάνει ποτέ. Η γυναίκα του, του έλεγε κοροϊδευτικά και τον πίκραινε : «Την ημέρα που θα παντρευτεί και ο γιος σου θα πας και εσύ να κάνεις εξετάσεις για χοληστερίνη». Θεωρούσε η δύστυχη και τα δύο εξίσου απίθανα να συμβούν. Η αλήθεια ήταν ότι του άρεσε το καλό φαγητό και ..το αρνάκι- στη γάστρα, στη λαδόκολλα, στην κατσαρόλα φρικασέ- με όποιον τρόπο και αν το μαγείρευε η γυναίκα του, το έφτιαχνε πάντα πεντανόστιμο! «Αν πάθω χοληστερίνη, εσύ θα φταις» την πείραζε. Και εκείνη του απαντούσε πάντα: «Ξέρω, ξέρω και ο γιος σου τα ίδια λέει όταν τον ρωτώ γιατί δεν παντρεύεται».  
Προχθές έπεσε πάνω στη Γεωργία στο σουπερμάρκετ. Κρατούσε ένα αγοράκι από το χέρι και ένα άλλο πιο μικρό το είχε χώσει στην ειδική θέση στο καροτσάκι. Τα παιδιά αυτά θα μπορούσαν να ήταν τα εγγονάκια του αλλά ο γιος του το έπαιζε δύσκολος και το πουλάκι πέταξε ή μάλλον αυτός το έδιωξε. Καλή κοπέλα η Γεωργία. Είχε δύο διαμερίσματα στη Νέα Σμύρνη και καλή δουλειά. Δούλευε βέβαια πολλές ώρες και δεν προλάβαινε να ασχοληθεί με το νοικοκυριό και το μαγείρεμα. Μπορεί και να μην της άρεσαν οι δουλειές του σπιτιού αλλά στη σημερινή εποχή ποιος το λογαριάζει πια αυτό; Τι και αν είχε πάρει ο κανακάρης τους δυο κιλά επιπλέον στα δύο χρόνια που συζούσαν από τις έτοιμες πίτσες! Δηλαδή, αν τα έπαιρνε από το σπιτικό αρνάκι, τι διαφορά θα είχε; Μια μέρα τους κάλεσε σπίτι γιατί είχε λέει να τους πει κάτι. «Επιτέλους το πήρε απόφαση», σκέφτηκαν, έβαλαν τα καλά τους πήραν και ένα ωραίο δώρο για τη μέλλουσα νύφη τους, αλλά όταν έφθασαν, έμαθαν τα δυσάρεστα νέα του χωρισμού. Η γυναίκα του το πήρε μάλλον ψύχραιμα αλλά αυτός, όταν άκουσε και τα περί των λαχανοντολμάδων, έγινε έξαλλος. «Μικρή είναι ακόμα βρε παιδί μου – κάποτε θα μάθει - αλλά ακόμα και αν δεν μάθει ποτέ να φτιάχνει ντολμάδες εσύ τι ζόρι τραβάς;», του είπε. «Μπαμπά δεν με αγαπάει αρκετά» του απάντησε εκείνος, «αν με αγαπούσε πραγματικά θα καταλάβαινε ότι κάποια πράγματα έχουν σημασία για μένα-η προσοχή στη λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά». Πολλές φορές από τότε αναρωτήθηκε τι λάθος είχαν κάνει μαζί του. Μπορούσε να σκεφτεί κάποια πράγματα αλλά τι νόημα είχε πια; 
«Γυναίκα, πάρε τους ντολμάδες από μπροστά μου και σε παρακαλώ μην τους ξαναφτιάξεις ποτέ. Μόνο σαλάτα, γιατί…. τα κάναμε σαλάτα»!