Τετάρτη 25 Μαρτίου 2009

Η Μαρίνα των βράχων


  Η Μαρίνα Των Βράχων

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη -Μα που γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της χίμαιρας
Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!
Που είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
-Μα που γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου 'λεγα να μετράς μέσ' στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωΐδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των υακίνθων -Μα που γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου αστερίας.

'Ακουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή να πας καβάλα στο μαΐστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες κι αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

Οδυσσέας Ελύτης    

Ουράνιο τόξο κι απάνεμη θάλασσα


  Ουράνιο τόξο
κι' απάνεμη θάλασσα;
Δεν με γελάς.
Μονάχα εγώ ξέρω
το καλοκαίρι τι πέρασα!

Σε είδα προχθές
Σταδίου κι' Αιόλου,
καθόσουν στη γωνιά απαθής
και αγόραζες τα πρώτα κάστανα
του φθινοπώρου.

Στεκόμουν απέναντι
μα δε με πρόσεξες
και όταν το φανάρι
άναψε πράσινο,
δίπλα μου πέρασες
και με προσπέρασες.

Ουράνιο τόξο
κι' απάνεμη θάλασσα!
Στ' αλήθεια υπήρξες ποτέ
ή ήσουν μια οφθαλμαπάτη  
των ματιών μου ξεγέλεσμα;

Ταξιδιώτης στην έρημο
πορευόμουν μονάχη
και όταν σ' είχα ανάγκη
σ΄ονειρεύτηκα.
Μα η έρημος ήταν ξερή
και το όνειρο χάθηκε
πριν πάρει μορφή.

Ουράνιο τόξο
κι' απάνεμη θάλασσα
εγώ ποτέ μου δε γύρεψα.
Μοναχά λίγο νερό
των χειλιών μου ξεδίψασμα
ζήτησα.